μυριοκαταγνωσμένος

μυριοκαταγνωσμένος
μυριοκαταγνωσμένος, -η, -ον (Μ)
βλ. μυριοκατεγνωσμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυριοκατεγνωσμένος — και μυριοκαταγνωσμένος, η, ον (Μ) άξιος για πολλές κατηγορίες, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κατεγνωσμένος, μτχ. παρακμ. τού καταγιγνώσκω «κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”